κακόβλητος

κακόβλητος
κᾰκό-βλητος, ον,
A ill-thrown, missed, Suid. s.v. ἀβλῆτα βέλη.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κακόβλητος — κακόβλητος, ον (Α) (για βέλος) αυτό που ρίχτηκε χωρίς επιτυχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + βλητος (< βάλλω), πρβλ. αστρό βλητος, πετρό βλητος] …   Dictionary of Greek

  • κακόβλητον — κακόβλητος ill thrown masc/fem acc sg κακόβλητος ill thrown neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”